- λουσιφεράση
- ηβλ. λουκιφεράση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λουκιφεράση — και λουσιφεράση, η (βιοχ.) ένζυμο τών φωτογόνων ζώων το οποίο καταλύει την οξείδωση τής λουκιφερίνης με αποτέλεσμα την εκπομπή φωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. luciferase] … Dictionary of Greek
διαγονιδιακοί οργανισμοί — Οργανισμοί που έχουν ενσωματώσει στο γονιδίωμά τους ξένο DNA. Ονομάζονται και γενετικά τροποιημένοι οργανισμοί. Το ξένο DNA αποκαλείται διαγονίδιο και η όλη διαδικασία διαγονιδιακή τεχνολογία ή διαγένεση. Η μεθοδολογία των δ.ο. αναπτύχθηκε και… … Dictionary of Greek